- κρωμακίσκος
- κρωμᾰκίσκος, ὁ,A young pig, Antiph.215 (dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρωμακίσκος — κρωμακίσκος, ὁ (Α) [κρώμαξ] πιθ. γουρουνάκι … Dictionary of Greek
κρωμακίσκος — young pig masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)